εὐχύμως

εὐχύμως
εὔχυμος
wellflavoured
adverbial
εὔχυμος
wellflavoured
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύχυμος — η, ο (ΑΜ εὔχυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός 2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμος αρχ. 1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών 2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση. επίρρ... εὐχύμως (Α) με εύχυμο τρόπο, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”